αβερνίκωτος

αβερνίκωτος
-η, -ο [βερνικώνω]
1. αυτός που δεν έχει επιχριστεί με βερνίκι, αλουστράριστος, αγυάλιστος
2. (για πρόσωπα που δεν κρατούν τα προσχήματα) «μούτρα αβερνίκωτα», δηλ. αναιδή, ξετσίπωτα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αβερνίκωτος — η, ο αυτός που δε βερνικώθηκε, δε στιλβώθηκε: Είχε την κακή συνήθεια να αφήνει τα παπούτσια του αβερνίκωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”